συνθήκη

συνθήκη
Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη στενότερη έννοιά του, ο όρος χρησιμοποιείται για συμφωνίες επί πολιτικών ή άλλων ζωτικών θεμάτων, ενώ, για μικρότερης σημασίας θέματα, χρησιμοποιούνται οι όροι: «σύμβαση», «πρωτόκολλο», «ταυτόσημη διακοίνωση» και ειδικά για συμφωνίες με την Αγία Έδρα, «κονκορδάτο». Σ. συνάπτονται όχι μόνο μεταξύ κρατών αλλά και άλλων υποκείμενων δημόσιου διεθνούς δίκαιου, στα οποία έχει αναγνωριστεί η ικανότητα αυτή (treaty maningpower), σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς του (π.χ. ο OHE σχετικά με θέματα των υπό κηδεμονία εδαφών). Ανάλογα με την ύλη στην οποία αναφέρονται, οι σ. διακρίνονται σε πολιτικές (συμμαχίας, μη επίθεσης, ειρήνης, ειρηνικής επίλυσης διαφορών, προτεκτοράτου κλπ.), οικονομικές και εμπορικές (ανταλλαγών, ναυσιπλοΐας, τελωνειακής ένωσης ή δασμολογικών διακανονισμών κλπ.), διοικητικές (δίωξη του εγκλήματος, έκδοσης εγκλημάτων κλπ.), πολιτικές (επιστημονικής συνεργασίας κλπ.). Ως προς το περιεχόμενο και τις νομικές συνέπειες, διακρίνονται σε «σ.- συμβόλαια», όταν οι συμβαλλόμενοι επιδιώκουν διαφορετικό ο καθένας αντικείμενο (π.χ. εκείνη του 1867 μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, με την οποία η δεύτερη παραχώρησε στην πρώτη την Αλάσκα) και σε «σ.- νόμοι», με τις oποίες καθορίζονται υποχρεωτικοί κανόνες συμπεριφοράς (π.χ. όσον αφορά την ελευθερία της ναυσιπλοΐας). Οι σ. μπορεί να είναι διμερείς ή πολυμερείς, ανάλογα με τον αριθμό των συμβαλλόμενων. Οι δεύτερες, γίνονται ολοένα και συχνότερες. Όταν δύο ή περισσότερες δυνάμεις υπογράψουν συμφωνία του τύπου αυτού, έχουν την ευχέρεια να επιτρέψουν να προσχωρήσουν και άλλες, χωρίς όμως το δικαίωμα να τροποποιήσουν το κείμενό της. Μερικά μάλιστα από τα κείμενα αυτά θεωρούνται σχεδόν συνταγματικοί χάρτες της διεθνούς κοινωνίας, όπως ο Χάρτης του OHE, το Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης, κ.ά. Η σύναψη διεθνών σ. προϋποθέτει την υπογραφή (ή τη μονογραφή και μετά την υπογραφή),και την επικύρωση. Η υπογραφή αρκεί, για να την κάνει υποχρεωτική, όταν γίνεται απευθείας από τον ανώτατο άρχοντα ενός κράτους, αν πρόκειται για συμφωνία αρχών ή όταν αυτό ορίζεται ρητά στο κείμενο. Συνήθως όμως απαιτείται η ακύρωσή της από τα αρμόδια, κατά το σύνταγμα κάθε χώρας, όργανα και κυρίως τη Βουλή. Η ισχύς των διεθνών σ. τερματίζεται κατά πολλούς τρόπους: με την εκπλήρωση του σκοπού τους ή τη διαπίστωση της αδυναμίας εκτέλεσης τους, με την αμοιβαία παραίτηση, την καταγγελία ή την αναθεώρηση τους ή όταν ακόμα οι ίδιες περιέχουν μια διαλυτική προθεσμία ή ρήτρα. Ιστορία των σ. Η παλιότερη από τις γνωστές στην ιστορία σ. είναι εκείνη μεταξύ του βασιλιά Χατουζίλ των Χετταίων και του Ραμσή B’ (13ος αι. π.Χ.). Πολυάριθμες έχουν εξάλλου συναφθεί στην αρχαία Ελλάδα, π.χ. η εκατονταετής ειρήνη μεταξύ Ηλείων και Ηραίων (5ος αι. π.Χ.), η μεταξύ Αργείων και Λακεδαιμονίων. Σ. του 5ου αι. π.Χ., που ρύθμιζε το καθεστώς oλόκληρης της Πελοποννήσου, κ.ά. Κατά τον Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους, πολυάριθμες σ. ρύθμισαν το εδαφικό καθεστώς και τις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις, σύμφωνα με το εναλλασσόμενο πολιτικό κλίμα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μεταξύ εκείνων που ενδιαφέρουν άμεσα την υπόσταση της Ελλάδας, είναι εκείνη του Λονδίνου (1832), στην οποία αναγνωρίστηκε η ελληνική ανεξαρτησία. «Η συνθήκη της Βιλαφράνκα», πίνακας του Τζερόλαμο Ιντούνο. Πρόκειται για τη συνθήκη μεταξύ Ναπολέοντα Γ’ και Φραγκίσκου Ιωσήφ, που τερμάτισε τον ιταλικό πόλεμο για την ανεξαρτησία. Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, πίνακας του Ου. Όρπεν (Πολεμικό Μουσείο, Λονδίνο). Σελίδα από τη Συνθήκη του Ραστάντ του 1714. Η υπογραφή είναι του Ευγένιου της Σαβοΐας.
* * *
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθήκη και ηλειακός τ. συνθήνα Α [συντίθημι]
1. συμφωνία και, κυρίως, σύμβαση μεταξύ προσώπων ή κρατών για τη ρύθμιση πολιτικών, οικονομικών ή άλλων προβλημάτων (α. «οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη για αμοιβαία οικονομική βοήθεια» β. «συνθήκας γραψάμενοι περὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμονοίας καὶ πίστεως», Διόδ.)
2. τα άρθρα συμφωνίας (α. «οι δύο πρωθυπουργοί διάβασαν τη συνθήκη και συμφώνησαν» β. «τὴν ξυνθήκην προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο», Θουκ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. όροι, καταστάσεις, περιστάσεις που επικρατούν σε μια ορισμένη στιγμή ή σε ένα χρονικό διάστημα («ευνοϊκές συνθήκες»)
2. μαθημ. α) απαίτηση σχέσης η εξίσωση μεταξύ τών δεδομένων και τών αγνώστων για τη λύση ενός προβλήματος
β) (γεωμ.) η γνώση ορισμένων στοιχείων ή και το δεδομένο στοιχείο
3. φρ. α) «κατά συνθήκη» — σύμφωνα με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία
β) «τα κατά συνθήκην ψεύδη» — κοινωνικά έθιμα και τύποι που γίνονται σιωπηρά αποδεκτοί παρά το γεγονός ότι είναι ψευδείς και υποκριτικοί
γ) «κανονικές συνθήκες»
φυσ. η θερμοκρασία 0°C και πίεση 760 χιλιοστομέτρων στήλης υδραργύρου
δ) «οριακές συνθήκες»
(μαθημ.-φυσ.) συνθήκες, περιορισμοί που επιβάλλονται απο τη φύση ενός προβλήματος και οι οποίες χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιλεγεί η λύση εκείνη η οποία ανταποκρίνεται προς το θεωρούμενο φυσικό πρόβλημα
ε) «συνθήκη αναγκαία και ικανή» — η περίπτωση κατά την οποία δύο προτάσεις διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να έπεται κατ' ανάγκη τής άλλης και αντιστρόφως και η καθεμιά από αυτές να είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη ως προς την άλλη, όπως λ.χ. η πρόταση δύο αριθμοί είναι ετερόσημοι είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη τής πρότασης το γινόμενο τών δύο αριθμών είναι αρνητικό
στ) «συνθήκη ειρήνης» — ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μετά από πόλεμο
ζ) «καταγγελία συνθήκης» — βλ. καταγγελία
η) «διεθνής συνθήκη»
διεθν. δίκ. η έγγραφη έκφραση συμφωνίας τών κρατών για την αναγνώριση ενός κανόνα ως κανόνα τού διεθνούς δικαίου ή για την τροποποίηση και κατάργηση κανόνων που ισχύουν
μσν.
εκκλ. υπόσχεση μοναχού ή μοναχής για οριστική αφιέρωση στον Χριστό
μσν.-αρχ.
συνδυασμός διαφορετικών υποστάσεων
αρχ.
1. σύνθεση, ιδίως λέξεων και προτάσεων
2. το αποτέλεσμα μιας σύνθεσης («ἔστιν γοῡν ἐκ δύο καλῶν ἀλλόκοτον τὴν ξυνθήκην εἶναι», Λουκιαν.)
3. θήκη για τοποθέτηση νεκρών
4. συνάθροιση ανθρώπων στον ίδιο τόπο
5. τρόπος λεκτικής έκφρασης, ύφος
6. αμοιβαία υπόσχεση που δίνεται κατά τη διάρκεια τής τελετής τού γάμου
7. φρ. «ἐκ συνθήκης» και «διὰ συνθήκης» και «κατὰ συνθήκην» — με αμοιβαία συνεννόηση, με συμφωνία (Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνθήκη — compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήκῃ — συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήκη — η συμφωνία: Υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπόλεμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία …   Dictionary of Greek

  • Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… …   Dictionary of Greek

  • Άκερμαν, συνθήκη του — Συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Άκερμαν της Ουκρανίας (νεότερη ονομασία Μπιέλγκοροντ Ντιεστρόγσκι), στις 7 Οκτωβρίου 1826, από τη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη υποχρέωνε την Τουρκία να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος …   Dictionary of Greek

  • Κλέιτον-Μπούλουερ, συνθήκη — (Clayton Bulwer Treaty).Η πρώτη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, για την κατασκευή μιας διώρυγας μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού στην Κεντρική Αμερική. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 19 Απριλίου 1850 από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”